- μισθόδωρος
- μισθόδωρος, -ον (Α)(ποιητ.) (για το έθιμο που επικρατούσε στην αρχαία Αθήνα να στέλνουν μισθούς και δώρα στους σοφιστές κατά την εορτή τών Χοών) αυτός που παρέχει μισθούς και δώρα («Χοῶν τῶν μισθοδώρων», Ευβουλίδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μισθός + -δωρος (< δῶρον), πρβλ. βοτρυό-δωρος].
Dictionary of Greek. 2013.